-
1 гигиена
-
2 здравоохранение
-
3 ассенизация
η υγιειονολογία, οι εγκαταστάσεις που προάγουν την υγιεινή και η υγειονομία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ассенизация
-
4 гигиена
η υγιεινή- ичный υγιεινός, της υγιεινήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гигиена
-
5 санитария
η υγιεινή, η καθαριότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > санитария
-
6 гигиена
гигиен||аж ἡ ὑγιεινή. -
7 здравоохранение
здравоохранениес ἡ ὑγιεινή:органы \здравоохранениеия τά ὑγειονομικά ὀργανα. -
8 санитарйя
санитар||йяж ἡ ὑγιεινή:предметы \санитарйяной гигиены εἰδη καθαριότητας καί ὑγιεινής. -
9 гигиена
[γκιγκιιένα] οοσ. θ. υγιεινή -
10 здровоохранение
[ζντραβααχρανιένιιε] ουσ. ο. υγιεινή -
11 санитария
[σανιταρίγια] ουσ. θ. υγιεινή -
12 гигиена
[γκιγκιιένα] ουσ θ υγιεινή -
13 здровоохранение
[ζντραβααχρανιένιιε] ουσ ο υγιεινή -
14 санитария
[σανιταρίγια] ουσ θ υγιεινή -
15 гигиена
-ы θ.η υγιεινή. -
16 здоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о1. υγιής, γερός• ζωηρός•здоровый организм γερός οργανισμός•
-вид ζωηρή όψη•
в -ом теле здоровый дух γερό μυαλό σε γερό κορμί (νους υγιής εν σώματι υγιεί).
|| μτφ. σωστός, λογικός, ορθός•-ая политика σωστή πολιτική•
-ая критика σωστή κριτική•
-ая идея σωστή ιδέα (σκέψη).
2. υγιεινός•здоровый ая пища υγιεινή τροφή•
здоровый воздух καθαρός αέρας.
3. ουσ. ρωμαλέος, εύρωστος, εύεκτος, γερός.4. (με σημ, κατηγ.) ακούραστος• επιτήδειος, ικανός.5. (απλ.) δυνατός, ισχυρός.εκφρ.будь -ов! – α) χαίρετε, αντίο, γεια σας! β) (μετά από φτάρνισμα) υγεία! γ) (στην πρόποση) στην υγειά σας! βίβα!•по добру по –ву – ε το καλό•убирайтесь по добру по здоровый ву – φύγετε απ εδώ με το καλό. -
17 здравоохранение
-я ουδ.δημόσια υγεία, υγιεινή•министерство -я υπουργείο υγιεινής•
органы -я υγειονομικά όργανα (γιατροί, νοσοκόμοι κλπ.).
-
18 медицина
-ы θ.η ιατρική•практическая -πρακτική ιατρική•
экспериментальная медицина πειραματική υγιεινή•
судебная медицина η ιατροδικαστική.
-
19 санитария
-и θ.η υγιεινή. -
20 свежесть
-и θ.1. φρεσκάδα, δροσερότητα, νωπότητα.2. η δροσιά, ο καθαρός και δροσερός αέρας.3. υγιεινή όψη, φρεσκάδα.εκφρ.не первой -и – α) όχι τελείως φρέσκος, λίγο μπαγιάτικος.β) όχι εντελώς καθαρός, λίγο ακάθαρτος.
См. также в других словарях:
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
υγιεινή — η 1. κλάδος της ιατρικής που μελετά τα μέσα για τη διατήρηση της υγείας του ανθρώπου και τους τρόπους της εφαρμογής τους. 2. σύνολο κανόνων και συνηθειών που αποσκοπούν στο να διατηρούνται ανέπαφες οι φυσιολογικές λειτουργίες: Τρώει πολλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑγιεινῇ — ὑγιεινός good for the health fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιεινή — ὑγιεινός good for the health fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιεινῆι — ὑγιεινῇ , ὑγιεινός good for the health fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς … Dictionary of Greek
Παναγιωτάτου, Αγγελική — (1878 – 1954). Γιατρός και λογία από την Κεφαλονιά. Υπήρξε η πρώτη χρονολογικά φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Ειδικεύτηκε στη μικροβιολογία και εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε κυρίως ως μικροβιολόγος και… … Dictionary of Greek
θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… … Dictionary of Greek
Βέρας, Σόλων — (Σμύρνη 1887 – Αθήνα 1974).Γιατρός, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Λιόν, της Λιλ και του Παρισιού. Εργάστηκε αρχικά ως γιατρός στο παιδιατρικό τμήμα του Γαλλικού Νοσοκομείου και στην… … Dictionary of Greek
Βίνσεν, ουλίτιδα του- — Επώδυνη βακτηριακή λοίμωξη και εξέλκωση των ούλων, που συνήθως συνδέεται με κακή υγιεινή του στόματος. Συνδέεται με κακοσμία και προέρχεται πολλές φορές από συνήθειες, όπως το κάπνισμα, η κακή διατροφή και η ελλιπής υγιεινή. Είναι επίσης γνωστή… … Dictionary of Greek